- αμυγδαλοθραύστης
- οόργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + -θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο σπάζουν τα αμύγδαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυγδαλοκατάκτης — ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α) ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
αμυγδαλοσπάστης — και μυγδαλοσπάστης, ο ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + σπάστης < σπω] … Dictionary of Greek
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek
θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek